ιριοειδής

ιριοειδής
ἰριοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ουράνιο τόξο, με ίριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις + -ειδής (< είδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰριοειδής — rainbow like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰριοειδῆ — ἰριοειδής rainbow like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰριοειδής rainbow like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰριοειδής rainbow like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰριοειδεῖς — ἰριοειδής rainbow like masc/fem acc pl ἰριοειδής rainbow like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰριοειδοῦς — ἰριοειδής rainbow like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Iridium — Eigenschaften …   Deutsch Wikipedia

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”